σταυροειδής με τρούλο

σταυροειδής με τρούλο
σταυροειδής με τρούλο (ναός) ο
крестовокупольный храм

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σταυροειδής με τρούλο" в других словарях:

  • σταυροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει σχήμα σταυρού: Ο ναός της Καπνικαρέας αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ναού σταυροειδούς με τρούλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Απόστολοι — I Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 59 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 5 μ., 3.501 κάτ.) του νομού Αττικής και… …   Dictionary of Greek

  • Σπηλιάς, μονή — Αντρικό μοναστήρι, του νομού Καρδίτσας, στην Αργιθέα των Αγράφων, το οποίο εξαρτιέται από τη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων. Άκμαζε στα μέσα του Που αρχές του 18ου αι. και έπαιξε ουσιαστικό ρόλο, παιδευτικό και απελευθερωτικό, στις… …   Dictionary of Greek

  • Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα …   Dictionary of Greek

  • Αγάθωνος, μονή — Ανδρικό μοναστήρι, στις πλαγιές της Οίτης, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Φθιώτιδος. Η ίδρυσή του ανάγεται στις αρχές του 15ου αι. και κτήτοράς του αναφέρεται ο μοναχός Αγάθων. Είναι εκκλησία βυζαντινού ρυθμού,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»